- φλωρίνι
- το, Νβλ. φλορίνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλορίνι — και φλορίνιο και φλωρίνι, το, Ντο φιορίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. florin < λατ. flos, floris, «άνθος», λόγω τού ότι τα πρώτα φλορίνια είχαν στη μία όψη τους τον κρίνο, δηλαδή το σύμβολο τής Φλωρεντίας] … Dictionary of Greek